σιδηρουργία

σιδηρουργία
η, ΝΑ [σιδηρουργός]
η τέχνη κατεργασίας τού σιδήρου
νεοελλ.
1. το σύνολο τών μεθόδων κατεργασίας και διαμόρφωσης τού σιδήρου, τών χαλύβων και τών χυτοσιδήρων σε βιομηχανική ή βιοτεχνική κλίμακα
2. η σιδηρουργική βιομηχανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιδηρουργία — σιδηρουργίᾱ , σιδηρουργία working in iron fem nom/voc/acc dual σιδηρουργίᾱ , σιδηρουργία working in iron fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρουργία — η τέχνη και βιομηχανία κατεργασίας του σιδήρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρουργικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιδηρουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η σιδηρουργική η σιδηρουργία 3. φρ. «σιδηρουργική βιομηχανία» τεχνολ. η βιομηχανία παραγωγής και κατεργασίας τού σιδήρου, τού χάλυβα και τού χυτοσιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Siderurgia — (Del gr. sideros, hierro + ergon , obra.) ► sustantivo femenino METALURGIA, INDUSTRIA Conjunto de técnicas para la extracción y tratamiento industrial del hierro. * * * siderurgia (del gr. «sidērourgía») f. Industria de la obtención y elaboración …   Enciclopedia Universal

  • ανάδευση — Κατεργασία που χρησιμοποιείται στη σιδηρουργία για παραγωγή μαλακού σιδήρου. Πριν από την ανακάλυψη του απίου του Μπέσεμερ, η α. ήταν η μοναδική μέθοδος για την αφαίρεση του άνθρακα από τον χυτοσίδηρο· σήμερα όμως έχει περιπέσει σε αχρηστία. Η… …   Dictionary of Greek

  • κούπερ — το τεχνολ. συσκευή που χρησιμοποιείται στη σιδηρουργία για την ανάκτηση τής θερμότητας τών αερίων που εξέρχονται από τις υψικαμίνους και για την αναθέρμανση τού αέρα που εισέρχεται στους αεραγωγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • νάτριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Na. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 11 και ένα σταθερό ισότοπο. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, ποτέ όμως σε ελεύθερη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • σελήνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Se ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 34, ατομικό βάρος 78,96, έξι σταθερά ισότοπα, με αριθμούς μάζας74, 77, 82, 76, 78, 80, και οχτώ ραδιενεργά με χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρίτης — Ανθρακικός σίδηρος, ο οποίος κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Σε αμιγή κατάσταση βρίσκεται με τη μορφή ρομβόεδρων, οπότε και ονομάζεται χαλυβίτης. Οι έδρες των ρομβοεδρικών κρυστάλλων είναι συνήθως καμπυλωτές, ο δε σχισμός, τέλειος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”